- μηχανορράφος
- μηχᾰνο-ρράφος [ρᾰ], ον,A forming crafty plans, S.OT387: c. gen., μ. κακῶν crafty schemers of ill, E.Andr.447, cf. 1116.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηχανορράφος — forming crafty plans masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορράφος — ο (ΑΜ μηχανορράφος, ον) (ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που εφευρίσκει δόλια μέσα, ραδιούργος, δολοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. ιστιο ρράφος, νευρο ρράφος] … Dictionary of Greek
μηχανορράφος — ο ο σκευωρός, ο δολοπλόκος: Την ομαλή λειτουργία της επιχείρησης κατέστρεψαν οι μηχανορράφοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηχανορράφον — μηχανορράφος forming crafty plans masc/fem acc sg μηχανορράφος forming crafty plans neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορράφε — μηχανορράφος forming crafty plans masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορράφοι — μηχανορράφος forming crafty plans masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορράφοις — μηχανορράφος forming crafty plans masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορράφῳ — μηχανορράφος forming crafty plans masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανορραφώ — (Α μηχανορραφῶ, έω) [μηχανορράφος] εφευρίσκω δόλια και απατηλά μέσα για να επιτύχω ατομικό όφελος, είμαι μηχανορράφος, σχεδιάζω πανουργίες, ραδιουργώ, δολοπλοκώ, βυσσοδομώ, σκευωρώ … Dictionary of Greek
αργαλειός — Το όργανο με το οποίο υφαίνουν, ο υφαντικός ιστός ή ανυφανταριό, ανυφαντήρι, αργαστήρι και γούβα. Λέγεται και εργαλειός και αργαλειοεργαλειό. Ο α. είναι γνωστός από τα πανάρχαια χρόνια (Όμηρος). Υπάρχουν τρία βασικά είδη α., ο πανήσιος, που είναι … Dictionary of Greek
αρχιμηχανητής — ἀρχιμηχανητής, ο (Μ) ο πρώτος μηχανορράφος, δηλαδή ο παμπόνηρος, ο πανουργότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + μηχανητής < μηχανώμαι] … Dictionary of Greek